χείλωμα

χείλωμα
χείλωμα, ατος, τό,
A lip, rim, Aq.Ex.37(38).2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χείλωμα — ώματος, το, ΝΑ το άκρο επιφάνειας ή αντικειμένου, που μοιάζει με χείλος και προεξέχει νεοελλ. τεχνολ. το διαμορφωμένο περίζωμα τών χειλέων μεταλλίου ή νομίσματος αρχ. κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρ ωμα: πλευρά)] …   Dictionary of Greek

  • χειλώμασιν — χείλωμα lip neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειλωμάτιον — τὸ, Α [χείλωμα, ώματος] υποκορ. τού χείλωμα …   Dictionary of Greek

  • χίλωμα — και χείλωμα, ώματος, τὸ, ΜΑ [χιλῶ] τροφή τών ζώων, ζωοτροφή …   Dictionary of Greek

  • χείλωση — η, Ν [χείλωμα] τεχνολ. κατεργασία διαμόρφωσης τού χειλώματος, τού περιζώματος τών χειλέων ενός αντικειμένου και, ειδικότερα, μεταλλίου ή νομίσματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”